μαλγασικός

μαλγασικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Μαλγασίους, δηλαδή στους κατοίκους τής Μαδαγασκάρης («μαλγασική γλώσσα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τσιμιχέτυ — οι, Ν άκλ. εθνολ. μαλγασικός λαός που ζει στην ορεινή βορειοκεντρική Μαδαγασκάρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”